Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
1. несов. перех. и неперех.
1) Проводить, наносить (черту, линию, фигуру).
2) а) неперех. Проводить черты чем-л., по чему-л.
б) Двигаясь, оставлять след в виде черты, линии на чем-л.
3) Изготовлять чертёж чего-л.
4) разг. неперех. Заниматься изготовлением чертежей как профессией; быть чертёжником.
2. несов. неперех. разг.-сниж.
Кутить, безобразничать, озорничать.
ЧЕРТИТЬ
I
1. проводить (черту, черты, линии).
Ч. рейсфедером.
2. изготовлять чертеж чего-нибудь.
Ч. план местности.
II
То же, что куролесить.
чертить
ЧЕРТ'ИТЬ, черчу, чертишь и (·устар.) чертишь, ·несовер.
2.по чему. Проводить черты на чем-нибудь, по чему-нибудь. "Вера потупилась, улыбнулась и начала кончиком зонтика чертить по воде." А.Тургенев.
3. (·совер. начертить) что. Изготовлять чертеж чего-нибудь. Чертить план здания.
4.·без·доп. Заниматься изготовлением чертежей как профессией, быть чертежником (·разг. ). Старший чертит, а младший скоро учителем будет.
II. ЧЕРТ'ИТЬ, черчу, чертишь, ·несовер. (·прост. ). Кутить, безобразничать, озорничать. "- Сломали они это, знаешь, замок, забрались и давай чертить. Всё разворочали, стекла побили... Пьяные, одно слово." Чехов.